Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταθερότης
στάθευσις
σταθευτός
σταθεύω
στάθμα
σταθμάω
σταθμεία
σταθμεύω
στάθμη
στάθμημα
στάθμησις
σταθμητέα
σταθμητικός
σταθμητός
σταθμίδιον
σταθμίζω
σταθμικός
στάθμιον
σταθμίον
σταθμιστής
σταθμιστί
View word page
στάθμησις
measuring

ShortDef

measuring

Debugging

Headword:
στάθμησις
Headword (normalized):
στάθμησις
Headword (normalized/stripped):
σταθμησις
IDX:
81262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81263
Key:

Data

{'content': 'measuring'}