Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταθερός
σταθερότης
στάθευσις
σταθευτός
σταθεύω
στάθμα
σταθμάω
σταθμεία
σταθμεύω
στάθμη
στάθμημα
στάθμησις
σταθμητέα
σταθμητικός
σταθμητός
σταθμίδιον
σταθμίζω
σταθμικός
στάθμιον
σταθμίον
σταθμιστής
View word page
στάθμημα
calculation, estimate

ShortDef

calculation, estimate

Debugging

Headword:
στάθμημα
Headword (normalized):
στάθμημα
Headword (normalized/stripped):
σταθμημα
IDX:
81261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81262
Key:

Data

{'content': 'calculation, estimate'}