Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στάζω
σταθερός
σταθερότης
στάθευσις
σταθευτός
σταθεύω
στάθμα
σταθμάω
σταθμεία
σταθμεύω
στάθμη
στάθμημα
στάθμησις
σταθμητέα
σταθμητικός
σταθμητός
σταθμίδιον
σταθμίζω
σταθμικός
στάθμιον
σταθμίον
View word page
στάθμη
a carpenter's line
ShortDef
a carpenter's line
Debugging
Headword:
στάθμη
Headword (normalized):
στάθμη
Headword (normalized/stripped):
σταθμη
IDX:
81260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81261
Key:
Data
{'content': "a carpenter's line"}