Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στάδιος
στάζω
σταθερός
σταθερότης
στάθευσις
σταθευτός
σταθεύω
στάθμα
σταθμάω
σταθμεία
σταθμεύω
στάθμη
στάθμημα
στάθμησις
σταθμητέα
σταθμητικός
σταθμητός
σταθμίδιον
σταθμίζω
σταθμικός
στάθμιον
View word page
σταθμεύω
have or set up quarters

ShortDef

have or set up quarters

Debugging

Headword:
σταθμεύω
Headword (normalized):
σταθμεύω
Headword (normalized/stripped):
σταθμευω
IDX:
81259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81260
Key:

Data

{'content': 'have or set up quarters'}