Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνοχέω
ἀνοχή
ἀνοχλητικός
ἀνοχλίζω
ἄνοχλος
ἀνοχμάζω
ἄνοχον
ἀνοχυρόομαι
ἀνοψία
ἄνοψος
ἀνσχετός
ἄντα
ἀνταγανακτέω
ἀνταγαπάω
ἀνταγείρω
ἀνταγλαΐζομαι
ἀνταγοράζω
Ἀνταγόρας
ἀνταγορεύω
ἀνταγωνία
ἀνταγωνίζομαι
View word page
ἀνσχετός
to be borne, sufferable, endurable
ShortDef
to be borne, sufferable, endurable
Debugging
Headword:
ἀνσχετός
Headword (normalized):
ἀνσχετός
Headword (normalized/stripped):
ανσχετος
IDX:
8125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8126
Key:
Data
{'content': 'to be borne, sufferable, endurable'}