Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταδιοδρόμος
στάδιον
στάδιος
στάζω
σταθερός
σταθερότης
στάθευσις
σταθευτός
σταθεύω
στάθμα
σταθμάω
σταθμεία
σταθμεύω
στάθμη
στάθμημα
στάθμησις
σταθμητέα
σταθμητικός
σταθμητός
σταθμίδιον
σταθμίζω
View word page
σταθμάω
to measure by rule

ShortDef

to measure by rule

Debugging

Headword:
σταθμάω
Headword (normalized):
σταθμάω
Headword (normalized/stripped):
σταθμαω
IDX:
81257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81258
Key:

Data

{'content': 'to measure by rule'}