Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σταδιοδρομέω
σταδιοδρόμος
στάδιον
στάδιος
στάζω
σταθερός
σταθερότης
στάθευσις
σταθευτός
σταθεύω
στάθμα
σταθμάω
σταθμεία
σταθμεύω
στάθμη
στάθμημα
στάθμησις
σταθμητέα
σταθμητικός
σταθμητός
σταθμίδιον
View word page
στάθμα
finishing line
ShortDef
finishing line
Debugging
Headword:
στάθμα
Headword (normalized):
στάθμα
Headword (normalized/stripped):
σταθμα
IDX:
81256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81257
Key:
Data
{'content': 'finishing line'}