Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταδιεύω
σταδιοδρομέω
σταδιοδρόμος
στάδιον
στάδιος
στάζω
σταθερός
σταθερότης
στάθευσις
σταθευτός
σταθεύω
στάθμα
σταθμάω
σταθμεία
σταθμεύω
στάθμη
στάθμημα
στάθμησις
σταθμητέα
σταθμητικός
σταθμητός
View word page
σταθεύω
to scorch, roast, fry

ShortDef

to scorch, roast, fry

Debugging

Headword:
σταθεύω
Headword (normalized):
σταθεύω
Headword (normalized/stripped):
σταθευω
IDX:
81255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81256
Key:

Data

{'content': 'to scorch, roast, fry'}