Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σταδιεύς
σταδιεύω
σταδιοδρομέω
σταδιοδρόμος
στάδιον
στάδιος
στάζω
σταθερός
σταθερότης
στάθευσις
σταθευτός
σταθεύω
στάθμα
σταθμάω
σταθμεία
σταθμεύω
στάθμη
στάθμημα
στάθμησις
σταθμητέα
σταθμητικός
View word page
σταθευτός
scorched, burnt
ShortDef
scorched, burnt
Debugging
Headword:
σταθευτός
Headword (normalized):
σταθευτός
Headword (normalized/stripped):
σταθευτος
IDX:
81254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81255
Key:
Data
{'content': 'scorched, burnt'}