Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταδιασμός
σταδιεύς
σταδιεύω
σταδιοδρομέω
σταδιοδρόμος
στάδιον
στάδιος
στάζω
σταθερός
σταθερότης
στάθευσις
σταθευτός
σταθεύω
στάθμα
σταθμάω
σταθμεία
σταθμεύω
στάθμη
στάθμημα
στάθμησις
σταθμητέα
View word page
στάθευσις
scorching

ShortDef

scorching

Debugging

Headword:
στάθευσις
Headword (normalized):
στάθευσις
Headword (normalized/stripped):
σταθευσις
IDX:
81253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81254
Key:

Data

{'content': 'scorching'}