Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταδιαῖος
σταδιασμός
σταδιεύς
σταδιεύω
σταδιοδρομέω
σταδιοδρόμος
στάδιον
στάδιος
στάζω
σταθερός
σταθερότης
στάθευσις
σταθευτός
σταθεύω
στάθμα
σταθμάω
σταθμεία
σταθμεύω
στάθμη
στάθμημα
στάθμησις
View word page
σταθερότης
steadiness, firmness

ShortDef

steadiness, firmness

Debugging

Headword:
σταθερότης
Headword (normalized):
σταθερότης
Headword (normalized/stripped):
σταθεροτης
IDX:
81252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81253
Key:

Data

{'content': 'steadiness, firmness'}