Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταγματοπώλης
σταγονιαῖος
σταγονίας
σταγονόθαλπος
σταγών
σταδαῖος
στάδην
σταδιαῖος
σταδιασμός
σταδιεύς
σταδιεύω
σταδιοδρομέω
σταδιοδρόμος
στάδιον
στάδιος
στάζω
σταθερός
σταθερότης
στάθευσις
σταθευτός
σταθεύω
View word page
σταδιεύω
run as in the stadium

ShortDef

run as in the stadium

Debugging

Headword:
σταδιεύω
Headword (normalized):
σταδιεύω
Headword (normalized/stripped):
σταδιευω
IDX:
81245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81246
Key:

Data

{'content': 'run as in the stadium'}