Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Στάγιρος
στάγμα
σταγματοπώλης
σταγονιαῖος
σταγονίας
σταγονόθαλπος
σταγών
σταδαῖος
στάδην
σταδιαῖος
σταδιασμός
σταδιεύς
σταδιεύω
σταδιοδρομέω
σταδιοδρόμος
στάδιον
στάδιος
στάζω
σταθερός
σταθερότης
στάθευσις
View word page
σταδιασμός
a measuring by stades

ShortDef

a measuring by stades

Debugging

Headword:
σταδιασμός
Headword (normalized):
σταδιασμός
Headword (normalized/stripped):
σταδιασμος
IDX:
81243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81244
Key:

Data

{'content': 'a measuring by stades'}