Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σταγιρίτης
Στάγιρος
στάγμα
σταγματοπώλης
σταγονιαῖος
σταγονίας
σταγονόθαλπος
σταγών
σταδαῖος
στάδην
σταδιαῖος
σταδιασμός
σταδιεύς
σταδιεύω
σταδιοδρομέω
σταδιοδρόμος
στάδιον
στάδιος
στάζω
σταθερός
σταθερότης
View word page
σταδιαῖος
a stade long, deep

ShortDef

a stade long, deep

Debugging

Headword:
σταδιαῖος
Headword (normalized):
σταδιαῖος
Headword (normalized/stripped):
σταδιαιος
IDX:
81242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81243
Key:

Data

{'content': 'a stade long, deep'}