Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταγετός
Στάγιρα
Σταγιρίτης
Στάγιρος
στάγμα
σταγματοπώλης
σταγονιαῖος
σταγονίας
σταγονόθαλπος
σταγών
σταδαῖος
στάδην
σταδιαῖος
σταδιασμός
σταδιεύς
σταδιεύω
σταδιοδρομέω
σταδιοδρόμος
στάδιον
στάδιος
στάζω
View word page
σταδαῖος
standing erect

ShortDef

standing erect

Debugging

Headword:
σταδαῖος
Headword (normalized):
σταδαῖος
Headword (normalized/stripped):
σταδαιος
IDX:
81240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81241
Key:

Data

{'content': 'standing erect'}