Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στάγδην
σταγειρείτης
σταγετός
Στάγιρα
Σταγιρίτης
Στάγιρος
στάγμα
σταγματοπώλης
σταγονιαῖος
σταγονίας
σταγονόθαλπος
σταγών
σταδαῖος
στάδην
σταδιαῖος
σταδιασμός
σταδιεύς
σταδιεύω
σταδιοδρομέω
σταδιοδρόμος
στάδιον
View word page
σταγονόθαλπος
one who melts and purifies metals
ShortDef
one who melts and purifies metals
Debugging
Headword:
σταγονόθαλπος
Headword (normalized):
σταγονόθαλπος
Headword (normalized/stripped):
σταγονοθαλπος
IDX:
81238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81239
Key:
Data
{'content': 'one who melts and purifies metals'}