Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στάβαρον
Σταβλησιανοί
σταβλίτης
στάβλον
στάγδην
σταγειρείτης
σταγετός
Στάγιρα
Σταγιρίτης
Στάγιρος
στάγμα
σταγματοπώλης
σταγονιαῖος
σταγονίας
σταγονόθαλπος
σταγών
σταδαῖος
στάδην
σταδιαῖος
σταδιασμός
σταδιεύς
View word page
στάγμα
a drop, distilment
ShortDef
a drop, distilment
Debugging
Headword:
στάγμα
Headword (normalized):
στάγμα
Headword (normalized/stripped):
σταγμα
IDX:
81234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81235
Key:
Data
{'content': 'a drop, distilment'}