Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπυρίδιον
σπυριδόν
σπυριδοφόρος
σπυριδώδης
σπυρίς
στάβαρον
Σταβλησιανοί
σταβλίτης
στάβλον
στάγδην
σταγειρείτης
σταγετός
Στάγιρα
Σταγιρίτης
Στάγιρος
στάγμα
σταγματοπώλης
σταγονιαῖος
σταγονίας
σταγονόθαλπος
σταγών
View word page
σταγειρείτης
a Stagyrite

ShortDef

a Stagyrite

Debugging

Headword:
σταγειρείτης
Headword (normalized):
σταγειρείτης
Headword (normalized/stripped):
σταγειρειτης
IDX:
81229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81230
Key:

Data

{'content': 'a Stagyrite'}