Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνοχ
ἀνοχεύς
ἀνόχευτος
ἀνοχέω
ἀνοχή
ἀνοχλητικός
ἀνοχλίζω
ἄνοχλος
ἀνοχμάζω
ἄνοχον
ἀνοχυρόομαι
ἀνοψία
ἄνοψος
ἀνσχετός
ἄντα
ἀνταγανακτέω
ἀνταγαπάω
ἀνταγείρω
ἀνταγλαΐζομαι
ἀνταγοράζω
Ἀνταγόρας
View word page
ἀνοχυρόομαι
fortify

ShortDef

fortify

Debugging

Headword:
ἀνοχυρόομαι
Headword (normalized):
ἀνοχυρόομαι
Headword (normalized/stripped):
ανοχυροομαι
IDX:
8122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8123
Key:

Data

{'content': 'fortify'}