Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπουδή
σπουδογέλοιος
σπούριος
σπυραθώδης
σπυράμινος
σπυράς
σπυρίδιον
σπυριδόν
σπυριδοφόρος
σπυριδώδης
σπυρίς
στάβαρον
Σταβλησιανοί
σταβλίτης
στάβλον
στάγδην
σταγειρείτης
σταγετός
Στάγιρα
Σταγιρίτης
Στάγιρος
View word page
σπυρίς
a large basket, a creel

ShortDef

a large basket, a creel

Debugging

Headword:
σπυρίς
Headword (normalized):
σπυρίς
Headword (normalized/stripped):
σπυρις
IDX:
81223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81224
Key:

Data

{'content': 'a large basket, a creel'}