Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπουδαστός
σπουδή
σπουδογέλοιος
σπούριος
σπυραθώδης
σπυράμινος
σπυράς
σπυρίδιον
σπυριδόν
σπυριδοφόρος
σπυριδώδης
σπυρίς
στάβαρον
Σταβλησιανοί
σταβλίτης
στάβλον
στάγδην
σταγειρείτης
σταγετός
Στάγιρα
Σταγιρίτης
View word page
σπυριδώδης
of the nature of a σπυρίς
ShortDef
of the nature of a σπυρίς
Debugging
Headword:
σπυριδώδης
Headword (normalized):
σπυριδώδης
Headword (normalized/stripped):
σπυριδωδης
IDX:
81222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81223
Key:
Data
{'content': 'of the nature of a σπυρίς'}