Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπουδαστικός
σπουδαστός
σπουδή
σπουδογέλοιος
σπούριος
σπυραθώδης
σπυράμινος
σπυράς
σπυρίδιον
σπυριδόν
σπυριδοφόρος
σπυριδώδης
σπυρίς
στάβαρον
Σταβλησιανοί
σταβλίτης
στάβλον
στάγδην
σταγειρείτης
σταγετός
Στάγιρα
View word page
σπυριδοφόρος
basket-carrying

ShortDef

basket-carrying

Debugging

Headword:
σπυριδοφόρος
Headword (normalized):
σπυριδοφόρος
Headword (normalized/stripped):
σπυριδοφορος
IDX:
81221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81222
Key:

Data

{'content': 'basket-carrying'}