Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπουδαρχίδης
σπούδασμα
σπουδασμάτιον
σπουδασμός
σπουδαστέος
σπουδαστής
σπουδαστικός
σπουδαστός
σπουδή
σπουδογέλοιος
σπούριος
σπυραθώδης
σπυράμινος
σπυράς
σπυρίδιον
σπυριδόν
σπυριδοφόρος
σπυριδώδης
σπυρίς
στάβαρον
Σταβλησιανοί
View word page
σπούριος
spurius, bastard

ShortDef

spurius, bastard

Debugging

Headword:
σπούριος
Headword (normalized):
σπούριος
Headword (normalized/stripped):
σπουριος
IDX:
81215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81216
Key:

Data

{'content': 'spurius, bastard'}