Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπουδαρχίας
σπουδαρχιάω
σπουδαρχίδης
σπούδασμα
σπουδασμάτιον
σπουδασμός
σπουδαστέος
σπουδαστής
σπουδαστικός
σπουδαστός
σπουδή
σπουδογέλοιος
σπούριος
σπυραθώδης
σπυράμινος
σπυράς
σπυρίδιον
σπυριδόν
σπυριδοφόρος
σπυριδώδης
σπυρίς
View word page
σπουδή
haste, speed

ShortDef

haste, speed

Debugging

Headword:
σπουδή
Headword (normalized):
σπουδή
Headword (normalized/stripped):
σπουδη
IDX:
81213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81214
Key:

Data

{'content': 'haste, speed'}