Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπουδαρχαιρεσίας
σπουδαρχία
σπουδαρχίας
σπουδαρχιάω
σπουδαρχίδης
σπούδασμα
σπουδασμάτιον
σπουδασμός
σπουδαστέος
σπουδαστής
σπουδαστικός
σπουδαστός
σπουδή
σπουδογέλοιος
σπούριος
σπυραθώδης
σπυράμινος
σπυράς
σπυρίδιον
σπυριδόν
σπυριδοφόρος
View word page
σπουδαστικός
zealous, earnest, serious
ShortDef
zealous, earnest, serious
Debugging
Headword:
σπουδαστικός
Headword (normalized):
σπουδαστικός
Headword (normalized/stripped):
σπουδαστικος
IDX:
81211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81212
Key:
Data
{'content': 'zealous, earnest, serious'}