Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπουδαιότης
σπουδαρχαιρεσίας
σπουδαρχία
σπουδαρχίας
σπουδαρχιάω
σπουδαρχίδης
σπούδασμα
σπουδασμάτιον
σπουδασμός
σπουδαστέος
σπουδαστής
σπουδαστικός
σπουδαστός
σπουδή
σπουδογέλοιος
σπούριος
σπυραθώδης
σπυράμινος
σπυράς
σπυρίδιον
σπυριδόν
View word page
σπουδαστής
one who wishes well to another, a supporter, partisan
ShortDef
one who wishes well to another, a supporter, partisan
Debugging
Headword:
σπουδαστής
Headword (normalized):
σπουδαστής
Headword (normalized/stripped):
σπουδαστης
IDX:
81210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81211
Key:
Data
{'content': 'one who wishes well to another, a supporter, partisan'}