Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπουδαιολογία
σπουδαιόμυθος
σπουδαιοπάρῳδος
σπουδαῖος
σπουδαιότης
σπουδαρχαιρεσίας
σπουδαρχία
σπουδαρχίας
σπουδαρχιάω
σπουδαρχίδης
σπούδασμα
σπουδασμάτιον
σπουδασμός
σπουδαστέος
σπουδαστής
σπουδαστικός
σπουδαστός
σπουδή
σπουδογέλοιος
σπούριος
σπυραθώδης
View word page
σπούδασμα
a thing

ShortDef

a thing

Debugging

Headword:
σπούδασμα
Headword (normalized):
σπούδασμα
Headword (normalized/stripped):
σπουδασμα
IDX:
81206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81207
Key:

Data

{'content': 'a thing'}