Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπουδά
σπουδάζω
σπουδαιολογέω
σπουδαιολογία
σπουδαιόμυθος
σπουδαιοπάρῳδος
σπουδαῖος
σπουδαιότης
σπουδαρχαιρεσίας
σπουδαρχία
σπουδαρχίας
σπουδαρχιάω
σπουδαρχίδης
σπούδασμα
σπουδασμάτιον
σπουδασμός
σπουδαστέος
σπουδαστής
σπουδαστικός
σπουδαστός
σπουδή
View word page
σπουδαρχίας
one who canvasses for office, a place-man
ShortDef
one who canvasses for office, a place-man
Debugging
Headword:
σπουδαρχίας
Headword (normalized):
σπουδαρχίας
Headword (normalized/stripped):
σπουδαρχιας
IDX:
81203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81204
Key:
Data
{'content': 'one who canvasses for office, a place-man'}