Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπόρος
σπόρτουλον
σποῦ
σπουδά
σπουδάζω
σπουδαιολογέω
σπουδαιολογία
σπουδαιόμυθος
σπουδαιοπάρῳδος
σπουδαῖος
σπουδαιότης
σπουδαρχαιρεσίας
σπουδαρχία
σπουδαρχίας
σπουδαρχιάω
σπουδαρχίδης
σπούδασμα
σπουδασμάτιον
σπουδασμός
σπουδαστέος
σπουδαστής
View word page
σπουδαιότης
earnestness, seriousness, goodness
ShortDef
earnestness, seriousness, goodness
Debugging
Headword:
σπουδαιότης
Headword (normalized):
σπουδαιότης
Headword (normalized/stripped):
σπουδαιοτης
IDX:
81200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81201
Key:
Data
{'content': 'earnestness, seriousness, goodness'}