Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπορολογέομαι
σπόρος
σπόρτουλον
σποῦ
σπουδά
σπουδάζω
σπουδαιολογέω
σπουδαιολογία
σπουδαιόμυθος
σπουδαιοπάρῳδος
σπουδαῖος
σπουδαιότης
σπουδαρχαιρεσίας
σπουδαρχία
σπουδαρχίας
σπουδαρχιάω
σπουδαρχίδης
σπούδασμα
σπουδασμάτιον
σπουδασμός
σπουδαστέος
View word page
σπουδαῖος
earnest, serious

ShortDef

earnest, serious

Debugging

Headword:
σπουδαῖος
Headword (normalized):
σπουδαῖος
Headword (normalized/stripped):
σπουδαιος
IDX:
81199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81200
Key:

Data

{'content': 'earnest, serious'}