Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπορητός
σπόριμος
σπορολογέομαι
σπόρος
σπόρτουλον
σποῦ
σπουδά
σπουδάζω
σπουδαιολογέω
σπουδαιολογία
σπουδαιόμυθος
σπουδαιοπάρῳδος
σπουδαῖος
σπουδαιότης
σπουδαρχαιρεσίας
σπουδαρχία
σπουδαρχίας
σπουδαρχιάω
σπουδαρχίδης
σπούδασμα
σπουδασμάτιον
View word page
σπουδαιόμυθος
able to speak seriously

ShortDef

able to speak seriously

Debugging

Headword:
σπουδαιόμυθος
Headword (normalized):
σπουδαιόμυθος
Headword (normalized/stripped):
σπουδαιομυθος
IDX:
81197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81198
Key:

Data

{'content': 'able to speak seriously'}