Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπορευτός
σπορητός
σπόριμος
σπορολογέομαι
σπόρος
σπόρτουλον
σποῦ
σπουδά
σπουδάζω
σπουδαιολογέω
σπουδαιολογία
σπουδαιόμυθος
σπουδαιοπάρῳδος
σπουδαῖος
σπουδαιότης
σπουδαρχαιρεσίας
σπουδαρχία
σπουδαρχίας
σπουδαρχιάω
σπουδαρχίδης
σπούδασμα
View word page
σπουδαιολογία
serious talk
ShortDef
serious talk
Debugging
Headword:
σπουδαιολογία
Headword (normalized):
σπουδαιολογία
Headword (normalized/stripped):
σπουδαιολογια
IDX:
81196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81197
Key:
Data
{'content': 'serious talk'}