Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπορεύς
σπορευτός
σπορητός
σπόριμος
σπορολογέομαι
σπόρος
σπόρτουλον
σποῦ
σπουδά
σπουδάζω
σπουδαιολογέω
σπουδαιολογία
σπουδαιόμυθος
σπουδαιοπάρῳδος
σπουδαῖος
σπουδαιότης
σπουδαρχαιρεσίας
σπουδαρχία
σπουδαρχίας
σπουδαρχιάω
σπουδαρχίδης
View word page
σπουδαιολογέω
to speak seriously, talk on serious subjects

ShortDef

to speak seriously, talk on serious subjects

Debugging

Headword:
σπουδαιολογέω
Headword (normalized):
σπουδαιολογέω
Headword (normalized/stripped):
σπουδαιολογεω
IDX:
81195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81196
Key:

Data

{'content': 'to speak seriously, talk on serious subjects'}