Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σποράς
σπορεύς
σπορευτός
σπορητός
σπόριμος
σπορολογέομαι
σπόρος
σπόρτουλον
σποῦ
σπουδά
σπουδάζω
σπουδαιολογέω
σπουδαιολογία
σπουδαιόμυθος
σπουδαιοπάρῳδος
σπουδαῖος
σπουδαιότης
σπουδαρχαιρεσίας
σπουδαρχία
σπουδαρχίας
σπουδαρχιάω
View word page
σπουδάζω
to make haste
ShortDef
to make haste
Debugging
Headword:
σπουδάζω
Headword (normalized):
σπουδάζω
Headword (normalized/stripped):
σπουδαζω
IDX:
81194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81195
Key:
Data
{'content': 'to make haste'}