Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπορά
Σποράδες
σποράδην
σποραδικός
σποράζω
σποραῖος
σποράς
σπορεύς
σπορευτός
σπορητός
σπόριμος
σπορολογέομαι
σπόρος
σπόρτουλον
σποῦ
σπουδά
σπουδάζω
σπουδαιολογέω
σπουδαιολογία
σπουδαιόμυθος
σπουδαιοπάρῳδος
View word page
σπόριμος
sown, to be sown, fit for sowing

ShortDef

sown, to be sown, fit for sowing

Debugging

Headword:
σπόριμος
Headword (normalized):
σπόριμος
Headword (normalized/stripped):
σποριμος
IDX:
81188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81189
Key:

Data

{'content': 'sown, to be sown, fit for sowing'}