Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπονδοχόη
σπορά
Σποράδες
σποράδην
σποραδικός
σποράζω
σποραῖος
σποράς
σπορεύς
σπορευτός
σπορητός
σπόριμος
σπορολογέομαι
σπόρος
σπόρτουλον
σποῦ
σπουδά
σπουδάζω
σπουδαιολογέω
σπουδαιολογία
σπουδαιόμυθος
View word page
σπορητός
sown grain, growing grain

ShortDef

sown grain, growing grain

Debugging

Headword:
σπορητός
Headword (normalized):
σπορητός
Headword (normalized/stripped):
σπορητος
IDX:
81187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81188
Key:

Data

{'content': 'sown grain, growing grain'}