Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπονδοφόρος
σπονδοχόη
σπορά
Σποράδες
σποράδην
σποραδικός
σποράζω
σποραῖος
σποράς
σπορεύς
σπορευτός
σπορητός
σπόριμος
σπορολογέομαι
σπόρος
σπόρτουλον
σποῦ
σπουδά
σπουδάζω
σπουδαιολογέω
σπουδαιολογία
View word page
σπορευτός
sown
ShortDef
sown
Debugging
Headword:
σπορευτός
Headword (normalized):
σπορευτός
Headword (normalized/stripped):
σπορευτος
IDX:
81186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81187
Key:
Data
{'content': 'sown'}