Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπονδοποιέομαι
σπονδοποιός
σπονδοφορέω
σπονδοφόρος
σπονδοχόη
σπορά
Σποράδες
σποράδην
σποραδικός
σποράζω
σποραῖος
σποράς
σπορεύς
σπορευτός
σπορητός
σπόριμος
σπορολογέομαι
σπόρος
σπόρτουλον
σποῦ
σπουδά
View word page
σποραῖος
seeds
ShortDef
seeds
Debugging
Headword:
σποραῖος
Headword (normalized):
σποραῖος
Headword (normalized/stripped):
σποραιος
IDX:
81183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81184
Key:
Data
{'content': 'seeds'}