Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπονδῖτις
σπονδοποιέομαι
σπονδοποιός
σπονδοφορέω
σπονδοφόρος
σπονδοχόη
σπορά
Σποράδες
σποράδην
σποραδικός
σποράζω
σποραῖος
σποράς
σπορεύς
σπορευτός
σπορητός
σπόριμος
σπορολογέομαι
σπόρος
σπόρτουλον
σποῦ
View word page
σποράζω
scatter, tear asunder

ShortDef

scatter, tear asunder

Debugging

Headword:
σποράζω
Headword (normalized):
σποράζω
Headword (normalized/stripped):
σποραζω
IDX:
81182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81183
Key:

Data

{'content': 'scatter, tear asunder'}