Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπονδήσιμος
σπονδικός
σπόνδιξ
σπονδιοφόροι
σπονδῖτις
σπονδοποιέομαι
σπονδοποιός
σπονδοφορέω
σπονδοφόρος
σπονδοχόη
σπορά
Σποράδες
σποράδην
σποραδικός
σποράζω
σποραῖος
σποράς
σπορεύς
σπορευτός
σπορητός
σπόριμος
View word page
σπορά
a sowing
ShortDef
a sowing
Debugging
Headword:
σπορά
Headword (normalized):
σπορά
Headword (normalized/stripped):
σπορα
IDX:
81178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81179
Key:
Data
{'content': 'a sowing'}