Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπονδή
σπονδήσιμος
σπονδικός
σπόνδιξ
σπονδιοφόροι
σπονδῖτις
σπονδοποιέομαι
σπονδοποιός
σπονδοφορέω
σπονδοφόρος
σπονδοχόη
σπορά
Σποράδες
σποράδην
σποραδικός
σποράζω
σποραῖος
σποράς
σπορεύς
σπορευτός
σπορητός
View word page
σπονδοχόη
vessel for offering libations
ShortDef
vessel for offering libations
Debugging
Headword:
σπονδοχόη
Headword (normalized):
σπονδοχόη
Headword (normalized/stripped):
σπονδοχοη
IDX:
81177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81178
Key:
Data
{'content': 'vessel for offering libations'}