Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπονδεῖος
σπονδειοτρόχαιος
σπονδή
σπονδήσιμος
σπονδικός
σπόνδιξ
σπονδιοφόροι
σπονδῖτις
σπονδοποιέομαι
σπονδοποιός
σπονδοφορέω
σπονδοφόρος
σπονδοχόη
σπορά
Σποράδες
σποράδην
σποραδικός
σποράζω
σποραῖος
σποράς
σπορεύς
View word page
σπονδοφορέω
offer a σπονδή
ShortDef
offer a σπονδή
Debugging
Headword:
σπονδοφορέω
Headword (normalized):
σπονδοφορέω
Headword (normalized/stripped):
σπονδοφορεω
IDX:
81175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81176
Key:
Data
{'content': 'offer a σπονδή'}