Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπονδειοπαράληκτος
σπονδειοπύρριχος
σπονδεῖος
σπονδειοτρόχαιος
σπονδή
σπονδήσιμος
σπονδικός
σπόνδιξ
σπονδιοφόροι
σπονδῖτις
σπονδοποιέομαι
σπονδοποιός
σπονδοφορέω
σπονδοφόρος
σπονδοχόη
σπορά
Σποράδες
σποράδην
σποραδικός
σποράζω
σποραῖος
View word page
σπονδοποιέομαι
pour a libation

ShortDef

pour a libation

Debugging

Headword:
σπονδοποιέομαι
Headword (normalized):
σπονδοποιέομαι
Headword (normalized/stripped):
σπονδοποιεομαι
IDX:
81173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81174
Key:

Data

{'content': 'pour a libation'}