Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπονδεῖον
σπονδειοπαράληκτος
σπονδειοπύρριχος
σπονδεῖος
σπονδειοτρόχαιος
σπονδή
σπονδήσιμος
σπονδικός
σπόνδιξ
σπονδιοφόροι
σπονδῖτις
σπονδοποιέομαι
σπονδοποιός
σπονδοφορέω
σπονδοφόρος
σπονδοχόη
σπορά
Σποράδες
σποράδην
σποραδικός
σποράζω
View word page
σπονδῖτις
making a σπονδή
ShortDef
making a σπονδή
Debugging
Headword:
σπονδῖτις
Headword (normalized):
σπονδῖτις
Headword (normalized/stripped):
σπονδιτις
IDX:
81172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81173
Key:
Data
{'content': 'making a σπονδή'}