Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπονδειασμός
σπονδειοκατάληκτος
σπονδεῖον
σπονδειοπαράληκτος
σπονδειοπύρριχος
σπονδεῖος
σπονδειοτρόχαιος
σπονδή
σπονδήσιμος
σπονδικός
σπόνδιξ
σπονδιοφόροι
σπονδῖτις
σπονδοποιέομαι
σπονδοποιός
σπονδοφορέω
σπονδοφόρος
σπονδοχόη
σπορά
Σποράδες
σποράδην
View word page
σπόνδιξ
one who offers a σπονδή

ShortDef

one who offers a σπονδή

Debugging

Headword:
σπόνδιξ
Headword (normalized):
σπόνδιξ
Headword (normalized/stripped):
σπονδιξ
IDX:
81170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81171
Key:

Data

{'content': 'one who offers a σπονδή'}