Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπονδειακός
σπονδειασμός
σπονδειοκατάληκτος
σπονδεῖον
σπονδειοπαράληκτος
σπονδειοπύρριχος
σπονδεῖος
σπονδειοτρόχαιος
σπονδή
σπονδήσιμος
σπονδικός
σπόνδιξ
σπονδιοφόροι
σπονδῖτις
σπονδοποιέομαι
σπονδοποιός
σπονδοφορέω
σπονδοφόρος
σπονδοχόη
σπορά
Σποράδες
View word page
σπονδικός
for libations

ShortDef

for libations

Debugging

Headword:
σπονδικός
Headword (normalized):
σπονδικός
Headword (normalized/stripped):
σπονδικος
IDX:
81169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81170
Key:

Data

{'content': 'for libations'}