Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνουτητί
ἀνούτητος
ἀνοῦχι
ἀνοφθαλμίατος
ἀνόφθαλμος
ἀνοφρυάζομαι
ἀνοχ
ἀνοχεύς
ἀνόχευτος
ἀνοχέω
ἀνοχή
ἀνοχλητικός
ἀνοχλίζω
ἄνοχλος
ἀνοχμάζω
ἄνοχον
ἀνοχυρόομαι
ἀνοψία
ἄνοψος
ἀνσχετός
ἄντα
View word page
ἀνοχή
a holding back, stopping

ShortDef

a holding back, stopping

Debugging

Headword:
ἀνοχή
Headword (normalized):
ἀνοχή
Headword (normalized/stripped):
ανοχη
IDX:
8116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8117
Key:

Data

{'content': 'a holding back, stopping'}