Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπονδαυλέω
σπονδαύλης
σπονδειάζω
σπονδειακός
σπονδειασμός
σπονδειοκατάληκτος
σπονδεῖον
σπονδειοπαράληκτος
σπονδειοπύρριχος
σπονδεῖος
σπονδειοτρόχαιος
σπονδή
σπονδήσιμος
σπονδικός
σπόνδιξ
σπονδιοφόροι
σπονδῖτις
σπονδοποιέομαι
σπονδοποιός
σπονδοφορέω
σπονδοφόρος
View word page
σπονδειοτρόχαιος
a foot consisting of spondee and trochee
ShortDef
a foot consisting of spondee and trochee
Debugging
Headword:
σπονδειοτρόχαιος
Headword (normalized):
σπονδειοτρόχαιος
Headword (normalized/stripped):
σπονδειοτροχαιος
IDX:
81166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81167
Key:
Data
{'content': 'a foot consisting of spondee and trochee'}