Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπόνδαρχος
σπονδαυλέω
σπονδαύλης
σπονδειάζω
σπονδειακός
σπονδειασμός
σπονδειοκατάληκτος
σπονδεῖον
σπονδειοπαράληκτος
σπονδειοπύρριχος
σπονδεῖος
σπονδειοτρόχαιος
σπονδή
σπονδήσιμος
σπονδικός
σπόνδιξ
σπονδιοφόροι
σπονδῖτις
σπονδοποιέομαι
σπονδοποιός
σπονδοφορέω
View word page
σπονδεῖος
used at a libation

ShortDef

used at a libation

Debugging

Headword:
σπονδεῖος
Headword (normalized):
σπονδεῖος
Headword (normalized/stripped):
σπονδειος
IDX:
81165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81166
Key:

Data

{'content': 'used at a libation'}