Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπονδαγωγός
σπονδαρχέω
σπονδαρχία
σπόνδαρχος
σπονδαυλέω
σπονδαύλης
σπονδειάζω
σπονδειακός
σπονδειασμός
σπονδειοκατάληκτος
σπονδεῖον
σπονδειοπαράληκτος
σπονδειοπύρριχος
σπονδεῖος
σπονδειοτρόχαιος
σπονδή
σπονδήσιμος
σπονδικός
σπόνδιξ
σπονδιοφόροι
σπονδῖτις
View word page
σπονδεῖον
cup from which the σπονδή was poured
ShortDef
cup from which the σπονδή was poured
Debugging
Headword:
σπονδεῖον
Headword (normalized):
σπονδεῖον
Headword (normalized/stripped):
σπονδειον
IDX:
81162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81163
Key:
Data
{'content': 'cup from which the σπονδή was poured'}